στρογγυλοναυτης

στρογγυλοναυτης
    στρογγυλοναύτης
    στρογγῠλο-ναύτης
    -ου ὅ купец-мореплаватель Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "στρογγυλοναυτης" в других словарях:

  • στρογγυλοναύτης — ου, ὁ, Α ναύτης εμπορικού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλη (ναῦς) «εμπορικό πλοίο» + ναύτης] …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλοναύτας — στρογγυλοναύτᾱς , στρογγυλοναύτης merchant seaman masc acc pl στρογγυλοναύτᾱς , στρογγυλοναύτης merchant seaman masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»